Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

η φασαρία

См. также в других словарях:

  • φασαρία — η (λ. ιταλ.) 1. θόρυβος, αταξία, αναστάτωση: Μιλούν όλοι μαζί και κάνουν φασαρία. 2. ενοχλητική φροντίδα, φορτική ασχολία: Τρέχει για το διορισμό του ξαδέρφου του κι έχει φασαρίες. 3. συνήθ. στον πληθ., φασαρίες πολιτικές ταραχές και συγκρούσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φασαρία — η, Ν 1. θόρυβος, ταραχή, αναστάτωση 2. φορτική ασχολία, μπελάς 3. στον πληθ. οι φασαρίες·πολιτικές ταραχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fassaria] …   Dictionary of Greek

  • ρόθος — ὁ, Α 1. θόρυβος, ιδίως ο ήχος τού κουπιού που χτυπάει τη θάλασσα («τέλος δ ἐφορμηθέντες ἐξ ἑνὸς ῥόθου παίουσι», Αισχύλ.) 2. ο θόρυβος τών κυμάτων («ῥόθον τὸν ἀπὸ τῶν κυμάτων ψόφον», Ησύχ.) 3. συγκεχυμένος άναρθρος ήχος («Περσίδος γλώσσης ῥόθος»,… …   Dictionary of Greek

  • φασαρίας — ο, Ν [φασαρία] (για πρόσ.) αυτός που προκαλεί αναστάτωση ή ενόχληση, ταραξίας 2. φρ. «καπετάν φασαρίας» άτομο που πρωτοστατεί σε φασαρία, αρχιταραξίας …   Dictionary of Greek

  • φασαριόζος — α, ικο, Ν αυτός που προκαλεί φασαρία, φασαρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φασαρία + κατάλ. όζος (< ιταλ. κατάλ. oso), πρβλ. γουστ όζος] …   Dictionary of Greek

  • αθόρυβος — η, ο (Α ἀθόρυβος, ον) [θόρυβος] αυτός που δεν προξενεί θόρυβο ή φασαρία, ο ήσυχος νεοελλ. αυτός που δεν προκαλεί θόρυβο γύρω από το όνομά του, που δεν θέλει να διαφημίζεται …   Dictionary of Greek

  • αλυχτώ — ( άω) 1. υλακτώ, γαβγίζω 2. φωνάζω, βρίζω 3. φρ. «αλυχτάει μα δεν δαγκάνει», θορυβεί, δημιουργεί φασαρία χωρίς να είναι επικίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ἀλυκτῶ* ΙΙ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλυχταίνω, αλύχτημα, αλυχτησιά, αλυχτιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλυχτομανώ …   Dictionary of Greek

  • αναμπουμπούλα — και ανεμπουμπούλα και αναμπαμπούλα, η [αναμπάμπουλα] θόρυβος, φασαρία, αναταραχή, αναστάτωση …   Dictionary of Greek

  • αρχηγός — ο (θηλ. αρχηγίνα, η) (AM ἀρχηγός, όν) 1. ηγεμόνας, κυβερνήτης 2. ο επικεφαλής μιας ομάδας 3. (με αφηρημένες έννοιες) «αρχηγός μίσους» ή «αρχηγός στη φασαρία» αυτός που πρωτοστατεί σε κάτι ή που έχει κάτι σε μεγάλο βαθμό αρχ. 1. ως επίθ. ο αρχικός …   Dictionary of Greek

  • γκάνισμα — το 1. γκάρισμα 2. ενοχλητική φασαρία από φωνές …   Dictionary of Greek

  • γκάρισμα — το 1. ο χαρακτηριστικός ήχος τής φωνής τού γαϊδάρου 2. ενοχλητική φασαρία από φωνές ή τραγούδι με παραφωνίες …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»