-
1 φασαρία
η1) шум, беспорядок; суматоха, неразбериха; возня; скандал, дебош;κάνω φασαρία — дебоширить, поднимать шум;
σηκώνω φασαρία — поднимать возню;
2) хлопоты, беспокойство;έχω πολλές φασαρίες με... — иметь много хлопот с...
-
2 φασαρία
[фасариа] ουσ. Θ. шум, возня, затруднение, беспокойство,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > φασαρία
-
3 φασαρία
[фасариа] ουσ θ шум, возня, затруднение, беспокойство. -
4 φασαρία
1) bouleversement2) chahut -
5 φασαρία
wrzawa (f) rzecz. -
6 φασαρία
rozruch -
7 φασαρία
1) ado2) fuss3) hassle4) trouble5) turmoilΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > φασαρία
-
8 Πολλή φασαρία για το τίποτα
• Много шума из ничегоИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Πολλή φασαρία για το τίποτα
-
9 turmoil
φασαρία -
10 переполох
-
11 поднять
поднять 1) σηκώνω, υψώνω· \поднять бокал υψώνω το ποτήρι· \поднять руку σηκώνω το χέρι· \поднять занавес ανοίγω την αυλαία· \поднять флаг υψώνω τη σημαία 2) (повысить) υψώνω, ανεβάζω· \поднять цены υψώνω τις τιμές ◇ \поднять шум κάνω θόρυβο (или φασαρία)· \поднять вопрос βάλλω (или θέτω) ζήτημα· \поднять восстание επαναστατώ, κάνω επανάσταση \подняться 1) (встать ) σηκώνομαι 2) (наверх ) ανεβαίνω 3) (повыситься) αυξάνω, αναβαίνω· у него поднялась температура ανέβηκε η θερμοκρασία του* * *1) σηκώνω, υψώνωподня́ть бока́л — υψώνω το ποτήρι
подня́тьру́ку — σηκώνω το χέρι
подня́ть за́навес — ανοίγω την αυλαία
подня́ть флаг — υψώνω τη σημαία
2) ( повысить) υψώνω, ανεβάζωподня́ть це́ны — υψώνω τις τιμές
••подня́ть шум — κάνω θόρυβο ( или φασαρία)
подня́ть вопро́с — βάλλω ( или θέτω) ζήτημα
подня́ть восста́ние — επαναστατώ, κάνω επανάσταση
-
12 буча
бу́ч||аж разг ἡ φασαρία, ὁ καυγᾶς поднять \бучау κάνω καυγά, σηκώνω φασαρία. -
13 возня
возн||яж разг1. ὁ θόρυβος, ἡ φασαρία, ἡ ταραχή / ὁ σαματᾶς (шум):поднимать \возняίο προκαλώ θόρυβο, σηκώνω φασαρία·2. (хлопоты) ὁ μπελᾶς, ἡ σκοτούρα, οἱ ἐγνοιες. -
14 кавардак
кавардакм разг ἡ φασαρία (шум) / ἡ ἀκαταστασία, ἡ ἀνακατωσούρα (беспорядок):устраивать \кавардак τάκάνω ἄνω κάτω/ κάνω φασαρία (шум). -
15 скандал
скандалм τό σκάνδαλο[ν]/ ὁ σαματας, ὁ καυγάς, ἡ φασαρία (драка):поднять \скандал δημιουργώ σκάνδαλο, разг κάνω φασαρία· устраивать \скандалы δημιουργώ σκάνδαλα. -
16 тарарам
тарарамм разг ἡ φασαρία:поднять \тарарам σηκώνω φασαρία -
17 fuss
1. noun(unnecessary excitement, worry or activity, often about something unimportant: Don't make such a fuss.) φασαρία2. verb(to be too concerned with or pay too much attention to (unimportant) details: She fusses over children.) ανησυχώ υπερβολικά,κάνω φασαρία- fussy- fussily
- make a fuss of -
18 trouble
1. noun1) ((something which causes) worry, difficulty, work, anxiety etc: He never talks about his troubles; We've had a lot of trouble with our children; I had a lot of trouble finding the book you wanted.) φασαρία, μπελάς, κόπος, ταλαιπωρία, πρόβλημα2) (disturbances; rebellion, fighting etc: It occurred during the time of the troubles in Cyprus.) ταραχή, φασαρία3) (illness or weakness (in a particular part of the body): He has heart trouble.) ενόχληση, πάθηση2. verb1) (to cause worry, anger or sadness to: She was troubled by the news of her sister's illness.) ανησυχώ, στενοχωρώ2) (used as part of a very polite and formal request: May I trouble you to close the window?) ενοχλώ, βάζω στον κόπο3) (to make any effort: He didn't even trouble to tell me what had happened.) μπαίνω στον κόπο, σκοτίζομαι•- troubled- troublesome
- troublemaker -
19 буза
-
20 бузить
-зишь, ρ.δ.(απλ.) κάνω φασαρία, ταραχή, καβγά, καβγαδίζω•полно, ребята! φτάνει, η φασαρία, παιδιά!
См. также в других словарях:
φασαρία — η (λ. ιταλ.) 1. θόρυβος, αταξία, αναστάτωση: Μιλούν όλοι μαζί και κάνουν φασαρία. 2. ενοχλητική φροντίδα, φορτική ασχολία: Τρέχει για το διορισμό του ξαδέρφου του κι έχει φασαρίες. 3. συνήθ. στον πληθ., φασαρίες πολιτικές ταραχές και συγκρούσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φασαρία — η, Ν 1. θόρυβος, ταραχή, αναστάτωση 2. φορτική ασχολία, μπελάς 3. στον πληθ. οι φασαρίες·πολιτικές ταραχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fassaria] … Dictionary of Greek
ρόθος — ὁ, Α 1. θόρυβος, ιδίως ο ήχος τού κουπιού που χτυπάει τη θάλασσα («τέλος δ ἐφορμηθέντες ἐξ ἑνὸς ῥόθου παίουσι», Αισχύλ.) 2. ο θόρυβος τών κυμάτων («ῥόθον τὸν ἀπὸ τῶν κυμάτων ψόφον», Ησύχ.) 3. συγκεχυμένος άναρθρος ήχος («Περσίδος γλώσσης ῥόθος»,… … Dictionary of Greek
φασαρίας — ο, Ν [φασαρία] (για πρόσ.) αυτός που προκαλεί αναστάτωση ή ενόχληση, ταραξίας 2. φρ. «καπετάν φασαρίας» άτομο που πρωτοστατεί σε φασαρία, αρχιταραξίας … Dictionary of Greek
φασαριόζος — α, ικο, Ν αυτός που προκαλεί φασαρία, φασαρίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φασαρία + κατάλ. όζος (< ιταλ. κατάλ. oso), πρβλ. γουστ όζος] … Dictionary of Greek
αθόρυβος — η, ο (Α ἀθόρυβος, ον) [θόρυβος] αυτός που δεν προξενεί θόρυβο ή φασαρία, ο ήσυχος νεοελλ. αυτός που δεν προκαλεί θόρυβο γύρω από το όνομά του, που δεν θέλει να διαφημίζεται … Dictionary of Greek
αλυχτώ — ( άω) 1. υλακτώ, γαβγίζω 2. φωνάζω, βρίζω 3. φρ. «αλυχτάει μα δεν δαγκάνει», θορυβεί, δημιουργεί φασαρία χωρίς να είναι επικίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ἀλυκτῶ* ΙΙ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλυχταίνω, αλύχτημα, αλυχτησιά, αλυχτιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλυχτομανώ … Dictionary of Greek
αναμπουμπούλα — και ανεμπουμπούλα και αναμπαμπούλα, η [αναμπάμπουλα] θόρυβος, φασαρία, αναταραχή, αναστάτωση … Dictionary of Greek
αρχηγός — ο (θηλ. αρχηγίνα, η) (AM ἀρχηγός, όν) 1. ηγεμόνας, κυβερνήτης 2. ο επικεφαλής μιας ομάδας 3. (με αφηρημένες έννοιες) «αρχηγός μίσους» ή «αρχηγός στη φασαρία» αυτός που πρωτοστατεί σε κάτι ή που έχει κάτι σε μεγάλο βαθμό αρχ. 1. ως επίθ. ο αρχικός … Dictionary of Greek
γκάνισμα — το 1. γκάρισμα 2. ενοχλητική φασαρία από φωνές … Dictionary of Greek
γκάρισμα — το 1. ο χαρακτηριστικός ήχος τής φωνής τού γαϊδάρου 2. ενοχλητική φασαρία από φωνές ή τραγούδι με παραφωνίες … Dictionary of Greek